- ξεφανερώνω
- μετ. раскрывать, открывать (тайну и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφανερώνω — 1. κάνω κάτι να γίνει φανερό 2. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι («δεν είναι πόνος να πονεί... σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ φανερώνω (αόρ. ἐξ εφανέρωσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek